φρασσομαι
Смотреть что такое "φρασσομαι" в других словарях:
φράσσομαι — φράσσω fence in pres ind mp 1st sg φράζω point out aor subj mid 1st sg (epic) φράζω point out fut ind mid 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήδομαι — (Α) 1. έχω κατά νου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι («τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην», Ομ. Οδ.) 2. (με κακή σημ.) τεχνάζομαι, μηχανώμαι, σχεδιάζω ή μελετώ κακά («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. (μετά τον Όμ.) επινοώ,… … Dictionary of Greek